- κακοπληρωτής
- ο тот, кто не возвращает долги, злостный должник, неплательщик;
§ από κακοπληρωτή κ'δνο σακκί άχερα — посл, с паршивой овцы хоть шерсти клок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ από κακοπληρωτή κ'δνο σακκί άχερα — посл, с паршивой овцы хоть шерсти клок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοπληρωτής — ο, θηλ. κακοπληρώτρια 1. αυτός που πληρώνει τα οφειλόμενα με δυσκολία, αυτός που δυστροπεί ή δυσανασχετεί στην εξόφληση τών χρεών του 2. παροιμ. «από κακοπληρωτή κι ένα σακί άχυρα» από δύστροπο οφειλέτη και το ελάχιστο είναι αρκετό … Dictionary of Greek
κακοπληρωτής — ο αυτός που αποφεύγει ή δυστροπεί να πληρώσει τα χρέη του: «Από κακοπληρωτή κι ένα σακί άχυρα» (παροιμ. που σημαίνει ότι από ένα δύστροπο οφειλέτη είναι ωφέλεια να του πάρεις όσα λίγα και αν κατορθώσεις) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek
κακοπληρώνω — πληρώνω δύσκολα τα χρέη μου, δυστροπώ στην εξόφληση τών οφειλών μου, είμαι κακοπληρωτής … Dictionary of Greek
μπαταξής — και μπατακτσής και μπαταχτσής και μπαταχτζής, ο, θηλ. ίδισσα και ού αυτός που δεν εξοφλεί τα χρέη του, ο κακοπληρωτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. batakci (< batak «βούρκος»)] … Dictionary of Greek
αναξιόχρεος — η, ο ο αναξιόπιστος στις συναλλαγές του, ο κακοπληρωτής: Στην αγορά τον θεωρούσαν αναξιόχρεο και δεν του είχαν καμιά εμπιστοσύνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακοπληρώνω — κακοπλήρωσα, κακοπληρώθηκα, κακοπληρωμένος, είμαι κακοπληρωτής, δεν είμαι συνεπής στις πληρωμές μου: Δεν εργάζομαι στο φροντιστήριό του, γιατί κακοπληρώνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπαταξής — ο (λ. τουρκ.), αυτός που δεν πληρώνει όσα οφείλει, ο κακοπληρωτής: Μην του δανείσεις λεφτά, είναι μπαταξής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)